μυλίτης — molar tooth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυλίται — μυλίτης molar tooth masc nom/voc pl μυλίτᾱͅ , μυλίτης molar tooth masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυλιτῶν — μυλίτης molar tooth masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυλίταις — μυλίτης molar tooth masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυλίτην — μυλίτης molar tooth masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυλίτου — μυλίτης molar tooth masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυλίτῃ — μυλίτης molar tooth masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύλη — η (ΑΜ μύλη) 1. χειρόμυλος 2. το στρογγυλό οστό τής επιγονατίδας 3. σαρκώδης όγκος τής μήτρας, ο οποίος παρατηρείται κατά την κύηση και που σήμερα ορίζεται ως προϊόν εκφύλισης τών τροφοβλαστικών λαχνών τού πλακούντα, οι οποίες μετασχηματίζονται σε … Dictionary of Greek
ψευδομυλίτης — ο, Ν (παλ. όρος) (για δόντι) μυλίτης θηλαστικού που εμφανίζεται κατά την πρώτη οδοντοφυΐα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + μυλίτης] … Dictionary of Greek
μυλίτας — μυλίτᾱς , μυλίτης molar tooth masc acc pl μυλίτᾱς , μυλίτης molar tooth masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)