μυλίτης

μυλίτης
ο (ΑΜ μυλίτης)
1. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μύλη, σε μυλόπετρα («μυλίτης λίθος»)
2. τραπεζίτης, γομφίος
νεοελλ.
1. ο λίθος από τον οποίο κατασκευάζονται οι μυλόπετρες
2. μυλόπετρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + επίθημα -ίτης (πρβλ. στυλ-ίτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μυλίτης — molar tooth masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυλίται — μυλίτης molar tooth masc nom/voc pl μυλίτᾱͅ , μυλίτης molar tooth masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυλιτῶν — μυλίτης molar tooth masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυλίταις — μυλίτης molar tooth masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυλίτην — μυλίτης molar tooth masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυλίτου — μυλίτης molar tooth masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυλίτῃ — μυλίτης molar tooth masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύλη — η (ΑΜ μύλη) 1. χειρόμυλος 2. το στρογγυλό οστό τής επιγονατίδας 3. σαρκώδης όγκος τής μήτρας, ο οποίος παρατηρείται κατά την κύηση και που σήμερα ορίζεται ως προϊόν εκφύλισης τών τροφοβλαστικών λαχνών τού πλακούντα, οι οποίες μετασχηματίζονται σε …   Dictionary of Greek

  • ψευδομυλίτης — ο, Ν (παλ. όρος) (για δόντι) μυλίτης θηλαστικού που εμφανίζεται κατά την πρώτη οδοντοφυΐα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + μυλίτης] …   Dictionary of Greek

  • μυλίτας — μυλίτᾱς , μυλίτης molar tooth masc acc pl μυλίτᾱς , μυλίτης molar tooth masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”